- ημιπρηνής
- -ές1. ο κατά το ήμισυ πρηνής2. (γυμναστ.) «ημιπρηνής θέση» — στήριξη τού σώματος στο έδαφος με το ένα χέρι και το ένα πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + πρηνής «αυτός που έχει το πρόσωπο προς τα κάτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek